- λύσιν
- λύσιςloosingfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λῦσιν — Λῦσις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύσιν — Λύσις loosing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
обычьныи — (133) пр. 1.Обычный: Аще ка˫а жена... въ обычьнааго мѣсто женьскааго одѣни˫а мѹжьскоѥ прииметь. да бѹдеть проклѧта. (εἰωϑότος) КЕ XII, 88б; води же пакы възвративъшисѧ и шедъши далече ѡбычнаго своѥго мѣста, и потопи чл҃вкъ •е҃• (τοῦ συνήϑους… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
FABULA — Graece Μῦθος, a fando dicta, narratio rei cuiuscunqueve est, etiam verae. Sic Terent. in Hecyra Act. 4 sc. 3. sub calcem Iam nos fabulae sumus, Pamphile. Cic. etiam alicubi; et Fabula Troiae, pro historia, et rebus gestis eius. Similiter Suet. in … Hofmann J. Lexicon universale
Κωλώτης ο Λαμψακηνός — (3ος αι. π.Χ.). Επικούρειος φιλόσοφος. Υποστήριζε με θέρμη τις αρχές του διδασκάλου του, Επίκουρου, και καταπολεμούσε τα υπόλοιπα φιλοσοφικά ρεύματα, ιδιαίτερα τις θεωρίες του Πλάτωνα, εναντίον του οποίου έγραψε Προς τον Πλάτωνος Λύσιν και Προς… … Dictionary of Greek
Ρακτιβάν — Επώνυμο 2 Ελλήνων επιστημόνων και κοινωνικών παραγόντων. 1. Κωνσταντίνος (Μάντσεστερ, Μεγάλη Βρετανία 1865 – Αθήνα 1935). Έλληνας νομομαθής. Η οικογένειά του που καταγόταν από τη Βέροια και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη· εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το … Dictionary of Greek
Σπαθάριος, Νικόλαος — Λόγιος. Γεννήθηκε στη Μολδοβλαχία από Σπαρτιάτες γονείς. Σπούδασε φυσικομαθηματικά στην Ιταλία. Διατέλεσε σπαθάριος της ηγεμονίας της Μολδοβλαχίας. Κάτοχος πολλών γλωσσών, μετάφρασε την Αγία Γραφή στα βλάχικα. Το 1667, έτος που βρισκόταν στη… … Dictionary of Greek
БРАК — общественный, и в частности правовой, институт, заключающийся в продолжительном союзе лиц муж. и жен. пола, составляющем основу семьи. История человечества знает разные формы Б.: моногамный (Б. одного мужа и одной жены), полигамный (многоженство) … Православная энциклопедия
ВЕНЧАНИЕ БРАКА — [греч. στεφάνωμα (τοῦ γάμου)], основная часть чина церковного благословения брака в правосл. Церкви и у нехалкидонитов. В античной и эллинистической Греции был широко распространен обычай украшать дом, где проходило брачное торжество, цветами, а… … Православная энциклопедия